- σιμωδία
- ἡ, Α [σιμῳδός]εύθυμη και αισχρή ωδή, που πήρε την ονομασία της από τον Σίμωνα, τον δημιουργό της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιμῳδίαν — σιμῳδίᾱν , σιμῳδία a loose song fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)